- ορθοτομία
- η1) вертикальный разрез; 2) мед. ректотомия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορθοτομία — η (ΑΜ ὀρθοτομία) [ορθοτόμος (Ι)] 1. τομή σε ευθεία γραμμή 2. μτφ. το να ακολουθεί κάποιος τον σωστό δρόμο 3. μτφ. ορθή αντίληψη τής χριστιανικής αλήθειας, ορθοδοξία νεοελλ. η χειρουργική τομή τού ορθού εντέρου … Dictionary of Greek